προπωλητικός

προπωλητικός
προπωλ-ητικός, ή, όν,
A connected with broking; -κόν, τό, brokerage, PRev. Laws 55.15(iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προπωλητικός — ή, όν, Α [προπωλητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπώλη, ο μεσιτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπωλητικόν η μεσιτεία για την πώληση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”